Ο Πορτογάλος διατροφολόγος, Ερνάνι Γκόμες μίλησε για τη σωστή δουλειά που έχει δημιουργήσει ο Πέδρο Μαρτίνς στον Θρύλο, αναλαμβάνοντας μια ομάδα… δίχως βάσεις και φτάνοντάς τη στην κορυφή.

Στον Ολυμπιακό έχει γίνει πολύ μεθοδική και κατά συνέπεια, καλή δουλειά. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει φυσικά ο Πορτογάλος προπονητής μας, Πέδρο Μαρτίνς, ο οποίος ανέλαβε μια ομάδα χωρίς ουσιαστική βάση, οδηγώντας την εκεί που ανήκει, στην κορυφή της χώρας.

Όμως, μερίδια ευθύνης φυσικά έχουν και οι βοηθοί του. Ο Πορτογάλος διατροφολόγος, Ερνάνι Γκόμες μίλησε στην ιστοσελίδα της χώρας του maisfutebol.iol.pt.

Ο ίδιος είναι ο υπεύθυνος για την διατροφή των «ερυθρόλευκων» και αποκάλυψε το πώς βρέθηκε στον Ολυμπιακό, το τηλεφώνημα του Πέδρο Μαρτίνς σε εκείνον, καθώς και για άγνωστες πτυχές της εργασίας του.

Διαβάστε παρακάτω:

«Συνήθως, ο διατροφολόγος συμπεριλαμβάνεται στο ιατρικό τμήμα και συνεργάζεται στενά με την τεχνική ομάδα και τον σεφ του συλλόγου. Τα καθήκοντά μου περιλαμβάνουν τον σχεδιασμό και την εκτέλεση όλων όσων σχετίζονται με τη διατροφή του παίκτη, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσης και την προστασία της υγείας του», ανέφερε αρχικά. 

Πρόσθεσε επίσης,«Γίνεται τακτική αξιολόγηση του βάρους και της σύνθεσης του παίκτη. Πραγματοποιούνται τακτικές συναντήσεις και συνομιλίες με τους παίκτες προκειμένου να βελτιστοποιηθεί το φαγητό. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την καθημερινότητα του παίκτη: με ποιον ζει, αν ξέρει να μαγειρεύει και να χτίσουμε μια καλή σχέση. Οι εξετάσεις αίματος πραγματοποιούνται τακτικά και τα μενού προετοιμάζονται για τα διάφορα γεύματα στο προπονητικό κέντρο και ποικίλουν ανάλογα με την κατάσταση: ταξίδια με λεωφορείο, αεροπλάνο, ξενοδοχείο και γήπεδο».

«Όλα έχουν καθοριστεί μεμονωμένα και με μεγάλη λεπτομέρεια  και μπορεί να διαφέρουν κατά τη διάρκεια της σεζόν», εξήγησε ο διατροφολόγος των Πειραιωτών.

Ανέλυσε επίσης: «Η θρησκεία και η χώρα καταγωγής κάθε αθλητή παίζουν σημαντικό ρόλο. Τα τρόφιμα και τα συμπληρώματα διατροφής πρέπει να ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά και τους ατομικούς στόχους κάθε στιγμής της σεζόν. Υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες η προτεραιότητα μπορεί να είναι η βελτιστοποίηση της σύνθεσης του σώματος, ή η βελτίωση των προσαρμογών στην προπόνηση. Το πρόγραμμα διατροφής προσαρμόζεται σε κάθε μία από αυτές τις περιόδους. Από την άλλη, αξιολογούμε επίσης την παραγωγή ιδρώτα κάθε παίκτη και κάνουμε δοκιμές στη σύνθεσή τους σε ηλεκτρολύτες, ώστε να μπορούμε να εξατομικεύσουμε τις στρατηγικές ενυδάτωσης». 

Ο Πορτογάλος διατροφολόγος δίνει τεράστια βαρύτητα στην λεπτομέρεια και στον τρόπο που θα φτιάξει τη διατροφή και το πρόγραμμα του κάθε ποδοσφαιριστή, βρίσκοντας φυσικά και τις όποιες ιδιαιτερότητές τους.

«Eίναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθεί μια στενή σχέση με κάθε παίκτη: Να μάθουμε την καθημερινότητα τους στο σπίτι, να τους κατανοήσουμε, να γνωρίζουμε τις ανάγκες τους, τι εκτιμούν, τι τους αρέσει και δεν τους αρέσει. Μεγάλο μέρος αυτής της γνώσης δεν αποκτάται ακολουθώντας ένα πρωτόκολλο ή σε μια προσωπική επίσημη συζήτηση μαζί τους. Περισσότερο ανεπίσημα, σε συνομιλίες στον διάδρομο, στο γυμναστήριο. Έτσι, μπορούμε να είμαστε πιο χρήσιμοι και να επιτύχουμε καλύτερα αποτελέσματα».

Στο Ρέντη πιάνει πρώτος δουλειά, εξηγώντας αναλυτικά τον λόγο:

«Συχνά τσεκάρω το βάρος κάποιων παικτών ή ολόκληρης της ομάδας. Καθώς το πρωινό και το μεσημεριανό γεύμα σερβίρονται στο προπονητικό κέντρο, ελέγχω το μενού που δίνεται στο μπουφέ και έχω το πρωινό μου. Πριν από την προπόνηση, έχω τη συνήθεια να κάνω ανθρωπομετρικές αξιολογήσεις και συναντήσεις με παίκτες. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης, προετοιμάζω το γεύμα για μετά την προπόνηση, στο σπα με φαγητό και συμπληρώματα ξεχωριστά. Μετά την προπόνηση, μένω με τους παίκτες ενώ τρώνε και ανεπίσημα, συγκεντρώνω πληροφορίες σχετικά με τον βαθμό κόπωσης, μια ενδεχόμενη σωματική αδιαθεσία», υποστηρίζει και αποκαλύπτει πως η πανδημία δε μετέβαλε τα πλάνα του στον έλεγχο των παικτών.

«Πάντα διατηρούσα τακτική επαφή με τους παίκτες (σ.σ. ακόμα και εν μέσω καραντίνας) προσπαθώντας να προωθήσω μια υγιεινή διατροφή. Έχουμε βρει τρόπος για να τους στείλουμε μεσημεριανό γεύμα, δείπνο, σνακ και συμπληρώματα. Τους δόθηκε επίσης όλο το υλικό για να μπορούν να γυμνάζονται στο σπίτι. Ζητάμε επίσης φωτογραφίες του βάρους για την παρακολούθηση της εξέλιξής του, προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές διακυμάνσεις», δήλωσε επίσης. 

Καταλήγοντας, μίλησε για το τηλεφώνημα με τον Μαρτίνς και το πώς βρέθηκε στον Πειραιά και την ομάδα μας.

«Όταν ο Πέδρο πήγε στην Γκιμαράες κάναμε να μιλήσουμε δύο χρόνια. Ένα απόγευμα της Παρασκευής, διάβαζα στη βιβλιοθήκη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μίνιο (ήμουν στο πέμπτο έτος) και έλαβα ένα τηλεφώνημα από εκείνον. Από τις ειδήσεις, ήξερα ότι ήταν στην Αθήνα και θα ήταν ο προπονητής του Ολυμπιακού την επόμενη σεζόν (2018/2019).

Στα δευτερόλεπτα που έκανα να πάρω το κινητό τηλέφωνο και να βγω από τη βιβλιοθήκη για να απαντήσω, είχα την κρυφή ελπίδα ότι θα μπορούσε να είναι μια πρόταση συνεργασίας. Μου είπε ότι ο σύλλογος χρειαζόταν κάποιον και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι. Προφανώς είμαι πολύ ευγνώμων για την ευκαιρία. Εκτός από το μεγάλο επαγγελματικό βήμα είναι ένα όνειρο για όσους αγαπούν το ποδόσφαιρο να εργαστούν σε αυτό το επίπεδο».