Το μεγαλείο δεν αγοράζεται: Σλούκας, Βεζένκοφ, Μιλουτίνοφ και τα «χτυπήματα» που δεν ήρθαν ποτέ!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στις 8 Ιουλίου 2023, ο Κώστας Σλούκας υπέγραψε στον Παναθηναϊκό με τριετές συμβόλαιο και απολαβές που άγγιζαν τα 3 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Πριν από αυτό, είχε περάσει περίπου πέντε ώρες στα γραφεία των αδελφών Αγγελόπουλων, σε μια συνάντηση που, εκ των υστέρων, λειτούργησε περισσότερο ως αποχαιρετισμός παρά ως διαπραγμάτευση. Ζήτησε ηγετικό ρόλο, μίλησε για την ανάγκη να χτιστεί η ομάδα πάνω του. Οι πρόεδροι και ο προπονητής τον άκουσαν, αλλά δεν πείστηκαν. Το κλίμα είχε ήδη αλλάξει από τη στιγμή που διέρρευσε η συνάντησή του με τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο.
Όταν βγήκε από τα γραφεία, η γλώσσα του σώματός του πρόδιδε το αδιέξοδο. Ίσως και μια εσωτερική απογοήτευση. Ο Παναθηναϊκός πανηγύρισε εκείνη την προσθήκη σαν «κλοπή» απ’ τον αιώνιο αντίπαλο, όμως δεν επρόκειτο για αρπαγή. Επρόκειτο για μια επιλογή που ο Ολυμπιακός δεν ήθελε πλέον να υπηρετήσει. Ο λαός το λέει απλά: «πήρε ένα αυτοκίνητο που κάποιος άλλος είχε ήδη βγάλει απ’ τη μηχανή». Ή, πιο ωμά: πλήρωσε SLR που είχε ήδη εγκαταλειφθεί.
Η ρεβάνς που δεν ήρθε ποτέ
Όσο κι αν στον Παναθηναϊκό πίστεψαν πως με τον Σλούκα έδωσαν ένα χτύπημα στην καρδιά του αντιπάλου, η πραγματικότητα τούς προσγείωσε γρήγορα. Ο Ολυμπιακός δεν τραυματίστηκε. Δεν διαλύθηκε. Αντιθέτως, επέστρεψε στους τελικούς, πήγε ξανά στο Final Four, έπαιξε τελικό Κυπέλλου, και κυρίως δεν έχασε ποτέ τον χαρακτήρα του.
Κάπου εκεί ξεκίνησε το πραγματικό «κυνήγι» της ρεβάνς. Ο επόμενος μεγάλος στόχος ήταν ο Σάσα Βεζένκοφ, καθώς επέστρεφε από την εμπειρία του στο NBA.
Κυκλοφόρησαν φήμες για συμφωνία, διέρρευσαν δηλώσεις ενθουσιασμού, ετοιμάστηκαν headlines. Όμως ο Βεζένκοφ δεν ήταν διαθέσιμος. Ήταν δεμένος. Ήταν Ολυμπιακός.
Ο Ολυμπιακός του κατέθεσε τη μεγαλύτερη πρόταση στην ιστορία του συλλόγου και τον έπεισε να μείνει. Όχι μόνο με τα χρήματα, αλλά με το πλάνο, τη σταθερότητα, τον Μπαρτζώκα που τον πίστεψε, και κυρίως με την αίσθηση πως εδώ είναι το σπίτι του. Και τότε ακούστηκε ξανά το ίδιο αφήγημα από το αντίπαλο στρατόπεδο: «Κάναμε την προσπάθεια, αλλά οι άλλοι πλήρωσαν υπεραξία».
Μόνο που στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καν μάχη. Γιατί όταν κάτι ανήκει αλλού, δεν αγοράζεται.
Ο Μιλουτίνοφ και το τρίτο «όχι»
Το καλοκαίρι του 2024 ήρθε ο τρίτος γύρος: Νίκολα Μιλουτίνοφ. Ο Παναθηναϊκός φέρεται να κατέθεσε νέα προσφορά ύψους 9 εκατ. ευρώ για τρία χρόνια, δηλαδή το ίδιο ακριβώς πακέτο με του Σλούκα. Παρότι ο Σέρβος είχε δεχθεί δελεαστική προσφορά και από την Αρμάνι Μιλάνο (περί τα 4 εκατ. για δύο χρόνια), ο ίδιος δεν μπήκε ποτέ πραγματικά σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με άλλους. Ήξερε πού ήθελε να μείνει και περίμενε να ακούσει…
Ο Ολυμπιακός τού πρόσφερε 7 εκατ. ευρώ για 2+1 χρόνια και το σημαντικότερο: την αίσθηση ότι είναι απαραίτητος, ότι είναι μέλος της οικογένειας, ότι είναι κομμάτι του συνόλου. Και ο Μιλουτίνοφ απάντησε με πράξεις. Δεν τον κέρδισαν με υπεραξίες, τον κέρδισαν με συνέπεια και πίστη.
Ακόμα ένα «χτύπημα» που δεν ήρθε ποτέ. Γιατί όταν ο παίκτης δεν αμφιταλαντεύεται, το χρήμα δεν αρκεί.
Το κοινό σημείο
Το μοτίβο είναι ξεκάθαρο. Οι προθέσεις υπήρχαν, τα λεφτά επίσης, αλλά έλειπε το σημαντικότερο: το “ανήκειν”. Όταν ένας παίκτης νιώθει κομμάτι ενός οργανισμού, δεν ξεριζώνεται με bonus υπογραφής. Ούτε με χτυπήματα εντυπωσιασμού. Ούτε με σενάρια που στοχεύουν στο εγώ του.
Το μεγαλείο δεν κατακτάται με λεφτά. Χτίζεται με διάρκεια, με συνέπεια, με σεβασμό. Ούτε ηγέτες διορίζονται, ούτε σύμβολα νοικιάζονται.
Κάπου εκεί έρχεται να προστεθεί και η δήλωση του Εβάν Φουρνιέ στο φινάλε της φετινής σεζόν:
«Για πρώτη φορά έπαιξα για κάτι μεγαλύτερο από εμένα». Και κάπου εκεί είναι όλη η ουσία.
Το μεγαλείο δεν αγοράζεται
Το μεγαλείο δεν είναι να φανείς μεγαλύτερος από την ομάδα. Είναι να χωρέσεις σε αυτήν.
Δεν είναι να διεκδικήσεις τον ρόλο του αρχηγού. Είναι να αντέξεις τον ρόλο του στρατιώτη.
Δεν είναι να κυνηγήσεις το spotlight. Είναι να δέχεσαι τη σκιά όταν χρειάζεται, γιατί έτσι χτίζονται οι πραγματικές ομάδες.
Ο Ολυμπιακός δεν κέρδισε τις εντυπώσεις. Κέρδισε τους παίκτες του. Κέρδισε την αλήθεια τους. Και γι’ αυτό συνεχίζει να γράφει ιστορία, όχι με υπεραξίες, αλλά με αξίες!