Μπέζος: «Το μπάσκετ είναι ένα σπορ… καλλιτεχνικό – Μου αρέσει πάρα πολύ ο Πίτερς»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δείτε αναλυτικά τα όσα δήλωσε ο αγαπημένος ηθοποιός με τα «ερυθρόλευκα» αισθήματα, Γιάννης Μπέζος στο EOK WebRadio.
Ο καταξιωμένος ηθοποιός Γιάννης Μπέζος «φιλοξενήθηκε» στην εκπομπή «Άμεσο Ριπλέι» του EOK WebRadio με τον Μαρίνο Πρίντεζη και μίλησε για τη σχέση και την αγάπη του για το μπάσκετ, ενώ αναφέρθηκε και στην Ευρωλίγκα, τον Ολυμπιακό και την Εθνική Ανδρών.
Αναλυτικά είπε:
Για τα μπασκετικά του χρόνια στην Εστία Φιλίας: «Ήταν μια ομάδα μικρή, συνοικιακή, η οποία είχε και άλλα τμήματα μικρά. Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όπου παίζαμε μπάσκετ σε τσιμέντο και η έδρα της ήταν στο Κουκάκι στην παιδική χαρά. Ήταν καλή ομάδα, έχει τη διαδρομή της. Εγώ ήμουν στην παιδική ομάδα και αργότερα στην εφηβική. Είχα προλάβει να πάω και στην προεθνική παίδων, με προπονητή τότε τον Θέμη Χολέβα. Μετά λόγω των υποχρεώσεων σχολείου σταμάτησα να πηγαίνω κανονικά για προπονήσεις, αλλά συνέχισα να παίζω μπάσκετ μέχρι και σήμερα».
Για το πώς επέλεξε το μπάσκετ απ’ το ποδόσφαιρο: «Δεν ήταν θέμα αναστήματος γιατί ήμουν αρκετά μικρός. Έπαιζα περισσότερο ποδόσφαιρο όπως όλα τα παιδιά, αλλά, επειδή είχα μια σχέση με το μπάσκετ, αφού πήγαινα στον Φωκιανό, μου άρεσε πάρα πολύ. Τότε τα γήπεδα ήταν ακόμη χωμάτινα. Ήταν τελείως ερασιτεχνικό το άθλημα, αλλά δεν έπαυε να έχει πολύ ενδιαφέρον και πολύ μεγάλους παίκτες. Μου άρεσε πολύ το μπάσκετ γιατί έχει την σπουδαία ιδιαιτερότητα πως, παρ’ ότι είναι ομαδικό άθλημα, σου επιτρέπει και την προσωπική δεξιοτεχνία. Αυτό είναι ένα απ’ τα χαρακτηριστικά του αθλήματος και είναι ένας λόγος που μας πηγαίνει πολύ».
Για το πώς μπήκε στο μπάσκετ ενώ οι τότε εποχές ήταν γεμάτες με αλάνες και γήπεδα για ποδόσφαιρο: «Έπαιζα πολύ ποδόσφαιρο και συνέχιζα να παίζω ακόμα κι όταν έπαιζα μπάσκετ. Το ποδόσφαιρο μπορεί να παιχτεί παντού, ενώ το μπάσκετ χρειάζεται μπασκέτα, έναν χώρο για να παίξεις. Το ποδόσφαιρο είναι ένα πολύ λαϊκό άθλημα, όλοι έχουν κλωτσήσει μια μπάλα κάποια στιγμή. Το μπάσκετ ήταν πιο εξειδικευμένο και παραμένει τέτοιο. Θέλει μια ειδική αντιμετώπιση απ’ τους ανθρώπους, άλλες προσωπικότητες και άλλου τύπου αθλητές για να το παίξουν. Το μπάσκετ είναι για τους ανθρώπους που παίρνουν γρήγορα στροφές, διότι σε περιορίζει στον χρόνο, δε σου αφήνει άπλετο χρόνο να γυρίζεις το γήπεδο, πρέπει το σκορ να μεταβάλλεται, ο χώρος είναι μικρός και ο χειρισμός της μπάλας είναι με τα χέρια, που είναι τελείως διαφορετικό. Πρέπει να προβλέπεις και να έχεις και λίγο φαντασία, ενώ στο ποδόσφαιρο μπορεί να πάρεις μια συγκεκριμένη θέση και να κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά. Είναι διαφορετική η αντιμετώπιση σχετικά με το πώς παίζεται το κάθε άθλημα».
Για το αν θυμάται κάποιον προπονητή του και μια ατάκα που του έχει μείνει από τότε: «Εμείς είχαμε τον Κώστα Γκότση, έναν αθλητή που έκανε και τον προπονητή. Είχε πολύ ενδιαφέρον. Δυσκολευόταν πάρα πολύ να μας μαζέψει γιατί είχαμε τις υποχρεώσεις μας. Έκανε αγώνα κάθε φορά, αλλά ήταν πάρα πολύ υπομονετικός. Φυσικά πήραμε αρκετά πράγματα από εκείνον. Ξέρετε, είναι άλλο όταν παίζεις μπάσκετ στην παιδική χαρά για να ξεμάζωμα και άλλο όταν πρέπει να φέρεις ένα αποτέλεσμα το οποίο θα καταγραφεί. Θέλει άλλη αντιμετώπιση, σε βάζει προ των ευθυνών σου. Ήταν πολύ καλό αυτό σαν άσκηση όταν είσαι στην εφηβεία, το να βάζεις ένα προσωπικό στοίχημα και να μην κάνεις ό,τι σού καπνίσει. Αυτό που θυμάμαι από εκείνον είναι να τονίζει πως όλα θέλουν πολλή δουλειά. Δε γίνεται μόνο με την επιθυμία μας, χρειάζεται πάρα πολλή προετοιμασία, προσωπική και ομαδική δουλειά. Θέλει συνέπεια, όπως και όλα τα πράγματα. Πόσο μάλλον ο αθλητισμός».
Για μια ανάμνηση που του έχει μείνει στο μυαλό απ’ την τότε εποχή: «Θυμάμαι σαν τώρα σε ένα παιχνίδι για το πρωτάθλημα παίδων που κέρδισε η Εστία Φιλίας τον Παναθηναϊκό. Αυτό ήταν μια… είδηση για την εποχή, για εμάς. Έγινε μια πολύ καλή εμφάνιση και κερδίσαμε τον Παναθηναϊκό. Ο Παναθηναϊκός ήταν από τότε μια πολύ οργανωμένη ομάδα. Επίσης, τότε δεν υπήρχαν κατηγορίες στους παίδες».
Για το πότε αποφάσισε να σταματήσει το μπάσκετ: «Το είχα αποφασίσει πολύ νωρίς. Στις τελευταίες τάξεις του λυκείου είχα αποφασίσει να σταματήσω και στράφηκα αλλού τελείως. Δεν έπαψε όμως να με ενδιαφέρει. Συνέχισα να παίζω και να παρακολουθώ. Δεν παίζω πολύ έντονα τώρα πια, παίζω πιο χαλαρά. Παίζω μπάσκετ 55 χρόνια».
Για το αν περίμενε την «εκτόξευση» του μπάσκετ μετά την επιτυχία του 1987: «Δεν είναι τυχαία η “εκτόξευση”, δεν ήρθε κάτι εκ του μηδενός. Υπήρχε μια προετοιμασία, μια οργάνωση, μία πρόθεση, δηλαδή πώς βλέπεις τα πράγματα. Υπήρχε η συγκυρία των παικτών, με κορυφαίους τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, αλλά και τον Χριστοδούλου. Ήταν η εποχή του τότε. Απ’ το 1985-86 είχε αρχίσει όλη αυτή η πορεία, με κάποιες συμμετοχές στο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Φαινόταν η ομάδα ότι έχει μέλλον. Και βέβαια ήρθε η στιγμή στο ΣΕΦ και μετά ήταν φυσικό να “εκτοξευθεί”, διότι άρχισε να υπάρχει το μεγάλο ενδιαφέρον της εξέδρας, αλλά και των ανθρώπων που θέλουν να ασχοληθούν και να επενδύσουν πάνω στο άθλημα».
Για την άποψή του σχετικά με τη σημερινή εποχή στο μπάσκετ, όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο ρομαντικά: «Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Καταλαβαίνω ότι είναι επιχειρήσεις, ότι υπάρχει πίσω ένα σωρό κόσμος που ασκεί μια πίεση έστω και χωρίς να το καταλαβαίνει, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως η εξέδρα πάει να παρακολουθήσει τους αθλητές να παίζουν και όχι τους χορηγούς και τους businessman. Αυτό που βλέπει μες στο γήπεδο μετράει. Ο συνδυασμός και των δύο είναι ένα μεγάλο στοίχημα, το πώς μπορείς να ξεχάσεις αυτήν την πίεση και να θυμηθείς γιατί κάνεις αυτό το σπορ. Όλα τα παιδιά που πρωταγωνιστούν παγκοσμίως και είναι superstars, όταν ξεκινούσαν δε σκεφτόντουσαν τους χορηγούς, αλλά μόνο το πώς θα παίξουν καλό μπάσκετ. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το επαναφέρουν καθημερινά στο γήπεδο».
Για την τεχνολογία που έχει μπει στον αθλητισμό: «Είναι σημεία των καιρών, αλλά θέλουν όλα ένα μέτρο. Βεβαίως μπορεί κάποιος να εκθέσει τη δουλειά του με κάποια βίντεο, είναι επαγγελματικό, αρκεί να μη γίνεται… διαστροφικό. Δυστυχώς δεν την αποφεύγεις την υπερβολή και αυτό έχει να κάνει με το γενικότερο κομμάτι, όχι μόνο τον αθλητισμό. Θέλει μέτρο και σκέψη πριν δημοσιευτεί το οτιδήποτε, αλλά και σκέψη για ποιον λόγο το κάνουμε. Όταν το δίνεις σε κοινή θεά, το δίνεις ταυτόχρονα και σε κοινή κρίση. Θέλει προσοχή και μέτρο».
Για τη διαχείριση των σχολικών με των μπασκετικών υποχρεώσεων εκείνα τα χρόνια: «Και μπορούσες και δε μπορούσες να το διαχειριστείς. Μπορούσες απ’ την άποψη ότι δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί πειρασμοί ή ασχολίες όπως τη σημερινή εποχή. Τότε ήταν πιο αγνά τα πράγματα, αλλά με μεγάλες δυσκολίες. Δεν πρέπει να… δαιμονοποιούμε την τεχνολογία. Τότε ήταν δύσκολη η πρόσβαση, ήταν δύσκολο το σχολείο, αλλιώς το εκπαιδευτικό κλίμα, αλλιώς οι εγκαταστάσεις στον αθλητισμό. Τα πάντα ήταν αλλιώς, ακόμη και τα παπούτσια που φορούσαμε. Είναι ένας άλλος κόσμος ο οποίος έχει εξαφανιστεί».
Για το αν όταν παίζει πλέον του έρχονται στο μυαλό αναμνήσεις από παλιά: «Αυτό δεν το αποφεύγεις. Απ’ τη στιγμή που έχεις τον όρο “παιχνίδι” είναι δεδομένο αυτό και είναι απαραίτητο να υπάρχει. Βέβαια, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως όλα αυτά τα αγωνίσματα έχουν και μία πολεμική καταγωγή. Έχουν να κάνουν με την προσπάθεια των ανθρώπων να αγωνιστούν, να νικήσουν, να υπερασπιστούν τον τόπο τους, τον τρόπο με τον οποίον ζουν, να κατακτήσουν κάτι. Το παιχνίδι στα σπορ έχει να κάνει με την έννοια ότι προσπαθείς να κάνεις κάτι παραπάνω από αυτό που φαντάζεσαι ότι μπορείς. Αυτό σού δίνει πάρα πολύ μεγάλη χαρά, οπότε έχει να κάνει με μια πιο παιδική και εφηβική διάθεση, γι’ αυτό και η συμπεριφορά μες στο γήπεδο πάντα αλλάζει».
Για το τι τού αρέσει περισσότερο στο μπάσκετ ως θεατής: «Ό,τι ωραιότερο υπάρχει στο μπάσκετ είναι ο αιφνιδιασμός. Όταν πετυχαίνει ένας αιφνιδιασμός και είναι και λίγο… καλλιτεχνικός, είναι μαγικό. Αυτό βέβαια πολλές φορές το αφήνουμε στα playmakers, που κάνουν και “θαύματα” πολλές φορές, αλλά δεν είναι αρκετό αυτό. Πρέπει ο ένας να βρίσκει τον άλλον “με κλειστά μάτια” και αυτό απαιτεί μεγάλη προπόνηση και εξυπνάδα».
Για το αν θεωρεί πως το μπάσκετ είναι στο DNA του Έλληνα: «Φυσικά και είναι, γιατί στο μπάσκετ μπορείς να ξεχωρίσεις πολύ άνετα παίζοντας και ομαδικά. Είναι πολύ ιδιαίτερο άθλημα. Δεν είναι, για παράδειγμα, σαν το βόλεϊ που οι παίκτες δεν έρχονται σε επαφή. Υπάρχει άμυνα, ένταση, σπρώξιμο, φαντασία. Υπάρχει ένα στοιχείο… καλλιτεχνικό στο μπάσκετ. Υπήρχαν αθλητές μεγάλοι που ήταν και λίγο… καλλιτέχνες όταν έπαιζαν. Για παράδειγμα, ο Γιασικεβίτσιους, ο Χριστοδούλου, ο Γκούμας, ο Σπανούλης, ο Κορωνιός. Άνθρωποι που έχουν φαντασία, βλέπουν το γήπεδο, που δημιουργούν μια “θερμοκρασία” στο γήπεδο χωρίς να κάνουν αυτό ακριβώς που πρέπει. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η τρομερή εμμονή στα συστήματα κάνει και λίγο κακό. Πρέπει να υπάρχει ελευθερία κινήσεων, η οποία συνοδεύεται και απ’ την ευθύνη των κινήσεων».
Για το αν το μπάσκετ είναι τέχνη: «Φυσικά και είναι. Είναι 10 παίκτες, που δεν είναι και οι πιο κοντοί του κόσμου, παίζουν σε έναν χώρο σχετικά περιορισμένο και πρέπει να μπει μια μπάλα σε ένα καλάθι. Εμείς το έχουμε συνηθίσει, αλλά δεν είναι τόσο απλό αν το δεις αντικειμενικά. Όταν η μπάλα μπαίνει απ’ τα 7 μέτρα μέσα, είναι ένα στοίχημα. Είναι πάντα γοητευτικό».
Για το τι θέση έχει το μπάσκετ στη ζωή του: «Είναι απ’ τα σημαντικότερα κεφάλαια. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη σωματική άσκηση, έχει να κάνει και με την πνευματική άσκηση, με το πώς συνυπάρχεις με άλλους, πώς αντιπαλεύεις κάποιον, πώς συνεργάζεσαι με κάποιον. Είναι κεφαλαιώδες αυτό, τουλάχιστον για τον τρόπο με τον οποίον απολαμβάνω εγώ τη ζωή».
Για το ενδεχόμενο του ελληνικού τελικού στην Ευρωλίγκα: «Το εύχομαι και το πιστεύω. Αυτό, πέραν απ’ το ποιος θα κατακτήσει το τρόπαιο, θα είναι πάρα πολύ τιμητικό για τη χώρα μας. Θα πρέπει να το πιστώσουμε στους ανθρώπους του μπάσκετ, στη χώρα μας και να χαρούμε γι’ αυτό».
Για το ότι το Final-4 της Ευρωλίγκας θα γίνει στο Αμπού Ντάμπι: «Δεν καταλαβαίνω ακόμα γιατί γίνεται. Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον των ανθρώπων, αλλά μού φαίνεται λίγο παράδοξο ο τελικός του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος να γίνει στο Αμπού Ντάμπι τη στιγμή που έχουμε τόσες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κάποιος λόγος θα υπάρχει προφανώς, αλλά, εμένα προσωπικά, δε με ενθουσιάζει σαν ιδέα. Η ευρωπαϊκή οικογένεια έχει ένα άλλο αξιακό σύστημα, άλλον πολιτισμό, είναι ένας άλλος κόσμος, ο οποίος αντιλαμβάνεται τη ζωή διαφορετικά. Μου φαίνεται λίγο περίεργο πώς θα γίνει αυτό εκεί».
Για το ποιο στοιχείο ξεχωρίζει απ’ τη φετινή ομάδα του Ολυμπιακού: «Έχω την αίσθηση ότι οι παίκτες έχουν μια σχέση μεταξύ τους, ότι δεν παίζει ο καθένας μόνος του. Στα παιχνίδια που είδα από κοντά δεν έπαιζε ο Ουόκαπ, ο οποίος είναι μια κατηγορία μόνος του και δημιουργεί άλλο κλίμα όταν παίζει φαντάζομαι, ωστόσο μού άρεσαν όλα. Μου αρέσει πάρα πολύ ο Πίτερς, ο τρόπος που παίζει και το στυλ αυτό. Όλοι οι παίκτες μου αρέσουν, δε βλέπω κάτι να υπολείπεται».
Για την Εθνική Ανδρών: «Η Εθνική ομάδα έχει μεγάλες επιτυχίες, έχει πολύ καλό υλικό, πάρα πολύ καλούς παίκτες, έχει τη συμμετοχή του Γιάννη Αντετοκούνμο. Κατά τη γνώμη μου, είναι λάθος να εξαρτάται η επιτυχία της απ’ την απόδοση του Αντετοκούνμπο. Είναι πολύ μεγάλος αθλητής, δεν το συζητώ, αλλά πρέπει να βρεθεί σε μια κοινή θερμοκρασία για να αποδώσει και αυτό θέλει όλη την ομάδα. Δε γίνεται ένα άνθρωπος να κάνει θαύματα».
Για το αν η Εθνική μπορεί να κατακτήσει μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 2025: «Θα μπορούσε να κερδίσει. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον Σπανούλη. Είναι ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος, με το έργο του, με την παρουσία του σαν παίκτης, με τη διαδρομή του. Έχει πολύ πετυχημένη διαδρομή και σαν προπονητής».