Η αλαζονεία δεν κάνει ποτέ καλό στα καθεστώτα
Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται ολοένα και περισσότερο ως καθεστώς. Και μάλιστα αλαζονικό.
Έχω γράψει και άλλη φορά ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στη χώρα δεν είναι απλώς ότι έχουμε μια κυβέρνηση που είναι αντιδημοφιλής, τουλάχιστον με βάση τα πολύ υψηλά ποσοστά απόρριψής της στις δημοσκοπήσεις.
Αυτό από μόνο δεν λέει κάτι. Σε τελική ανάλυση μια αντιδημοφιλής κυβέρνηση μπορεί πάντα να αντικατασταθεί, μέσα από τις εκλογές, από μια άλλη κυβέρνηση που θα κριθεί ότι υπηρετεί καλύτερα τις κοινωνικές ανάγκες.
Ή μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτή ευθύνεται για τη μειωμένη απήχησή της και άρα να κάνει «στροφή στην κοινωνία» και να πάρει μέτρα πιο φιλολαϊκά.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση που θεωρεί ότι είναι καθεστώς.
Για την ακρίβεια πιστεύει ότι είναι το μόνο εφικτό και βιώσιμο καθεστώς σήμερα στη χώρα.
Δείτε για παράδειγμα τον ιδιαίτερα απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στην αντιπολίτευση. Δεν είναι απλώς «σκληρές» απαντήσεις στην κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο έχει τον τόνο: «είστε επικίνδυνοι και ανίκανοι, μόνο η Νέα Δημοκρατία δικαιούται να είναι κυβερνώσα παράταξη. Κάθε τι άλλο θα ρίξει τη χώρα στα βράχια».
Εάν κανείς κοιτάξει στην πολιτική ιστορία θα δει ότι ένας τέτοιος τόνος είναι πολύ πρόσφατο φαινόμενο. Στη μεταπολίτευση τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ, όση υπερβολή και εάν κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν στην πολιτική τους πολεμική, στην πραγματικότητα αναγνώριζαν, ιδίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά ότι θα μπορούσαν να αντικατασταθούν στη διακυβέρνηση από την αντίπαλη παράταξη και αυτό να μη συνιστά καταστροφή της χώρας.
Ήταν και αυτό ένα σημάδι μιας πραγματικής κανονικότητας.
Αυτό το είδος διαλόγου πλέον δεν υπάρχει. Ο κυβερνητικός λόγος είναι δομημένος γύρω από την αντίληψη ότι η μόνη κυβερνητική δύναμη στη χώρα είναι η Νέα Δημοκρατία. Καμία άλλη παράταξη δεν πρέπει ποτέ να κυβερνήσει τη χώρα.
Αυτό δεν μεταφράζεται μόνο σε μια αλαζονική άρνηση διαλόγου πάνω στην κυβερνητική πολιτική, που έχει μετατρέψει τη Βουλή σε απλό διεκπεραιωτικό μηχανισμό σε σχέση με τη νομοθεσία. Ούτε καν μόνο στη αντιμετώπιση της Βουλής ως μηχανισμού εξασφάλισης ασυλίας για τους υπουργούς. Ούτε περιορίζεται σε πρωτοφανείς επιδείξεις κυνισμού όπως αυτή του Άδωνι Γεωργιάδη απέναντι στην Πέτη Πέρκα, μια βουλεύτρια του κοινοβουλίου που συνελήφθηκε και κρατήθηκε παράνομα από τις ισραηλινές αρχές, και υπέστη την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων της.
Πρωτίστως αποτυπώνεται σε μια αντίληψη ότι ουσιαστικά δικαιολογείται η χρήση οποιουδήποτε μέσου ώστε η κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία. Γιατί όταν καλλιεργείται μια κουλτούρα ότι η μόνη δύναμη που μπορεί να διαχειριστεί το κράτος είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τότε εύκολα περνάμε στην αντίληψη – και πρακτική…- «το κράτος είμαστε εμείς και μόνο εμείς».
Αυτό δίνει μια άλλη διάσταση στο γιατί η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός σήμερα δίνουν τόσο μεγάλη έμφαση στο να εξασφαλιστεί, σε όλα τα επίπεδα ασυλία σε σχέση με σκάνδαλα, παρότι μέχρι τώρα ο κανόνας του δημοκρατικού πολιτικού παιχνιδιού απαιτούσε κάποιες θυσίες πολιτικών προσώπων για να ικανοποιηθεί στοιχειωδώς το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Αυτό εξηγεί τον φρενήρη ρυθμό νομοθετημάτων, ακόμη και όσων έχουν απορριφθεί συλλήβδην από τους κοινωνικούς φορείς, από τα ιδιωτικά σουπερμάρκετ πτυχίων έως την εισαγωγή του 13ωρου.
Αυτό εξηγεί την προλείανση του εδάφους για ένα εκλογικό τοπίο όπου η Νέα Δημοκρατία, που είναι βέβαιο ότι δεν θα πετύχει αυτοδυναμία, στη συνέχεια θα προχωρήσει σε έναν εντυπωσιακό εκλογικό εκβιασμό για να παραμείνει στην εξουσία. Αυτό δίνει μια διαφορετική διάσταση στο γιατί η Νέα Δημοκρατία απομακρύνεται από έναν πιο παραδοσιακό ιδεολογικό πυρήνα που είχε ως κόμμα και πλέον απλώς διαλέγει κυνικά ιδεολογικούς συρμούς με μόνο κριτήριο την πολιτική επιβίωση – με αποτέλεσμα το εκκρεμές πότε να πηγαίνει στο «δικαιωματισμό» και πότε να γυρνάει σε μια σκληρή ακροδεξιά λογική που παραδοσιακά υποτίθεται ότι ήταν «εκτός παράταξης». Με αποτέλεσμα να έχει ήδη αποξενωθεί από σημαντικό μέρος του ακροατηρίου της.
Αυτό εξηγεί γιατί η κυβέρνηση έχει επενδύσει τόσο πολύ στο να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του κράτους, με ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνα τα τμήματα του κράτους που κανονικά θα πρέπει να είναι πέραν του κυβερνητικού ελέγχου και κάθε χειραγώγησης. Γιατί μπορεί να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι θέλει να μπορεί να παραγγέλνει αποφάσεις της δικαιοσύνης, όμως στην πραγματικότητα την υλοποίηση της μεγαλύτερης σχετικής παραγγελίας την χρεώνεται η ίδια η κυβέρνηση εάν θυμηθούμε το απαλλακτικό, επί της ουσίας, πόρισμα για τις υποκλοπές (παρότι θύματα υποκλοπών ήταν και δικαστικοί).
Και αυτό βέβαια εξηγεί γιατί πλέον η κυβέρνηση πρωτίστως ενδιαφέρεται να κρατήσει τον σκληρό πυρήνα υποστηρικτών της – αρκετοί από αυτούς όχι ιστορικά προερχόμενοι από τη Νέα Δημοκρατία – παρά να κερδίσει ξανά την επιρροή της σε ένα ευρύτερο ακροατήριο και να ασκήσει μια ηγεμονική επιρροή, και παράλληλα να εξασφαλίσει ότι η αντιπολίτευση θα παραμείνει κατακερματισμένη, στρατηγικά ανεπαρκής και πολιτικά αναποτελεσματική. Γιατί ένα καθεστώς πρωτίστως ενδιαφέρεται να παραμείνει την εξουσία και να τη διατηρήσει και όχι να αποσπάσει το είδος της συναίνεσης που κανονικά πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Όμως, αυτή η αλαζονεία της κυβέρνησης και η βαθιά καθεστωτική λογική θα αποδειχτούν και η μεγαλύτερη αδυναμία της.
Και αυτό γιατί με τον τρόπο της η κυβέρνηση έχει ανεβάσει τον πήχη ως προς τα πολιτικά επίδικα στη χώρα, ενόψει και των μελλοντικών εκλογών. Από το απλό αίτημα κοινοβουλευτικής εναλλαγής έχουμε περάσει στο ερώτημα της ανατροπής ενός καθεστώτος, που βιώνεται ως τέτοιο. Και το αίτημα της απαλλαγής από ένα αντιδημοφιλές καθεστώς μπορεί στο τέλος να αποδειχτεί πολύ πιο αποτελεσματικό από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό αίτημα.
Πηγή: in.gr