Τα Dating Apps έχουν γίνει ο βασικός τρόπος νέων γνωριμιών. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο ότι πάνω από το 62% των χρηστών είναι άντρες, πράγμα που δημιουργεί υπερπροσφορά και σκληρό ανταγωνισμό. Οι γυναίκες, αντίθετα, κατακλύζονται από επιλογές, κάτι που τους δίνει την ευχέρεια να είναι πιο «αυστηρές» και να έχουν υψηλότερες προσδοκίες. Ζητούν άντρες που είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι, καλοί στην επικοινωνία και που μοιράζονται τις ίδιες αξίες, αλλά έχουν και μια καλή δουλειά και εξωτερική εμφάνιση. Αυτό σε πρώτη ανάγνωση, θα έπρεπε να δίνει στους άντρες κίνητρο να γίνουν καλύτεροι μέσα-έξω, να κάνουν ενδοσκόπηση, να επικοινωνούν περισσότερο ή να έρθουν σε επαφή με το συναίσθημά τους, αλλά όχι.
Η Ψυχολόγος (BSc), Σεξολόγος (MSc),Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια, Αντωνιάδου Σοφία, σημειώνει: «Στην ψυχοθεραπευτική πρακτική μου, συναντώ ξανά και ξανά τον ίδιο «Έλληνα πατέρα» (δηλ. το πώς τα θεραπευόμενα άτομα περιγράφουν την πατρική φιγούρα που γνώρισαν μεγαλώνοντας). Με ελάχιστες ή καθόλου εξαιρέσεις, είναι ένας άντρας εργατικός, συχνά οξύθυμος, μα πάντα συναισθηματικά απόμακρος. Η όποια τρυφερότητα εκφράζεται κυρίως υλικά – μέσα από παροχές ή προσωπικές θυσίες – και σχεδόν ποτέ μέσα από διάλογο ή συναισθηματική επαφή. Ένα πρόσωπο τόσο κοινό που μοιάζει με καρικατούρα. Και αν αυτό το μοντέλο «λειτούργησε» σε μια κοινωνία που ο ρόλος του άντρα περιοριζόταν στο ρόλο του κουβαλητή, σήμερα μοιάζει να χάνει κάπως την αξία του.
Σήμερα οι ταυτοφυλικοί, ετεροσεξουαλικοί άντρες βρίσκονται σε ένα πρωτοφανές «κενό ταυτότητας». Από τη μια, περισσότερες γυναίκες διεκδικούν αυτονόητες σχεσιακές αξίες – περισσότερη συναισθηματική διαθεσιμότητα, ισοτιμία και επικοινωνία. Από την άλλη, το «ανδρικό φύλο»» εξακολουθεί να διαμορφώνεται μέσα σε κουλτούρες που προάγουν την ηγεμονική αρρενωπότητα (Hearn, 2004) – το πρότυπο δηλαδή του άνδρα που δεν εκφράζει αδυναμίες, ορίζει την αξία του μέσω της κυριαρχίας ή οικονομικής δύναμης και απορρίπτει κάθε στοιχείο τρυφερότητας ως «θηλυκό». Αυτό το χάσμα γεννά τη δυσπιστία: πολλές ταυτοφυλικές, ετεροφυλοφιλικές γυναίκες νιώθουν ότι οι άνδρες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες μιας σύγχρονης, ισότιμης σχέσης.
Η ψυχαναλυτική οπτική φωτίζει τη ρίζα: όταν η ευαλωτότητα στιγματίζεται στην παιδική ηλικία, ο ενήλικας άνδρας αδυνατεί να προσφέρει αυτό που ο Winnicott (1965) περιέγραψε ως «αρκετά καλή παρουσία» – δηλαδή σταθερότητα, αντοχή και ψυχική διαθεσιμότητα. Έτσι η «τοξική αρρενωπότητα» για την οποία τόσος λόγος γίνεται, δε βλάπτει μόνο τις γυναίκες αλλά αφήνει και τους ίδιους τους άνδρες συναισθηματικά ακρωτηριασμένους.»
Η τοξική αρρενωπότητα λοιπόν και τα πρότυπα και οι στάσεις που έχουν κωδικοποιηθεί ως «ανδρικά», δεν ενοχλούν ή καταπιέζουν μόνο τις γυναίκες, αλλά είναι τελικά προβληματικά και για τους ίδιους τους άντρες. Είναι η ίδια ανδρική κουλτούρα που βάζει ταμπέλες για να στιγματίσει και να αποθαρρύνει όλους όσοι δεν συμμορφώνονται με το παραδοσιακό, “αντρικό”, ανταγωνιστικό macho πρότυπο. Βλέπε για παράδειγμα τα παλιότερα “soft boys” ή τα πιο καινούργια “performative males” που ανεξάρτητα με το αν είναι “ρόλοι” με προσποιητές συμπεριφορές, ξεχώρισαν αμέσως από το τσουβάλι του «ανδρισμού» ως κατακριτέα, εν μέρει και επειδή φέρουν κάποια πιο “θηλυκά” χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές.
Το χάσμα των φύλων
O λόγος που η single γυναίκα είναι η κοινωνική ομάδα με τα υψηλότερα ποσοστά ευτυχίας σήμερα, είναι γιατί αυτή έχει επιλέξει να διαμορφώσει τη ζωή της βασισμένη στην προσωπική ολοκλήρωση και όχι στην κοινωνική πίεση. Αυτό, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση των μορφωμένων και οικονομικά ανεξάρτητων γυναικών και την τάση τους να γίνονται όλο και πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές, έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το γεγονός ότι στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, οι άντρες υστερούν σε επίπεδο εκπαίδευσης και καριέρας, ενώ παρατηρείται παγκοσμίως μεγάλη αύξηση αυτών που ασπάζονται την πιο συντηρητική/ακροδεξιά πλευρά. Δύο απόλυτα διαφορετικοί κόσμοι δηλαδή, που όσο κι αν θέλουμε να πιστέψουμε ότι τα ετερώνυμα έλκονται, δυστυχώς εν προκειμένω δεν συζητάμε για ηλεκτρικά φορτία, αλλά για σχέσεις που οδηγούνται με βεβαιότητα στην απογοήτευση, την καταστροφή και τελικά τη γένεση του ορου «ετεροπεσιμισμός».
«Μιλάμε για μια μορφή «ετεροπεσιμισμού» (heteropessimism) (Whisley, 2024): μια συλλογική απαισιοδοξία για την ετεροφυλοφιλική σχέση συνολικά. Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες, έχοντας επιτύχει μεγαλύτερη ισοτιμία σε ότι αφορά την πρόσβαση τους σε εκπαίδευση και οικονομική ανεξαρτησία (OECD, 2022) δεν δέχονται πια τόσο εύκολα να συμβιβαστούν με ανισότιμες ή ανώριμες σχέσεις», συμπληρώνει η Σοφία Αντωνιάδου.
Πολλοί άντρες υστερούν στις «δεξιότητες σχέσης»: επικοινωνία, συναισθηματική παρουσία, διάλογο, αποδοχή της ευαλωτότητας, ενσυναίσθηση. Οι οικογένειες δεν διδάσκουν συστηματικά αυτά τα στοιχεία στα αγόρια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα «κενό ικανότητας» που οδηγεί σε περισσότερη μοναξιά και μεγαλύτερες περιόδους single ζωής. Σήμερα υπάρχει πολύ λιγότερη ανοχή στην κακή επικοινωνία· η συναισθηματική σύνδεση είναι το οξυγόνο μιας σχέσης και απαιτεί δεξιότητες που οι άντρες συχνά δεν έχουν καλλιεργήσει. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα κλίμα ρομαντικού πεσιμισμού: θηλυκότητες που νιώθουν απογοητευμένες και άντρες που είτε αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν, είτε καταφεύγουν στη «manosphere» με θυμό απέναντι στις γυναίκες, τον οποίο και εξωτερικεύουν στην αμέσως επόμενη συναναστροφή τους με αυτές.
Θα κλείσω, με τη λύση της ειδικού: «Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια μορφή «μισανδρίας». Είναι περισσότερο μια πολιτισμική απόρριψη παλιών, δυσλειτουργικών προτύπων που δεν ανταποκρίνονται στην εποχή. Η λύση δεν βρίσκεται στην αντιπαράθεση, αλλά στην έμφυλη κοινωνικοποίηση.
Έρευνες δείχνουν ότι τα ζευγάρια που καλλιεργούν αυτά τα στοιχεία (διάλογο, αποδοχή της ευαλωτότητας, ενσυναίσθηση) βιώνουν υψηλότερη ικανοποίηση και ανθεκτικότητα στις δυσκολίες. Με άλλα λόγια, το μέλλον των ερωτικών σχέσεων δεν είναι καταδικασμένο, είναι όμως βαθιά πολιτικό – ο ανδρισμός χρειάζεται επαναπροσδιορισμό. Είναι στο χέρι των αρρενωποτήτων να το συνδιαμορφώσουν, αρκεί να τολμήσουν κάτι πραγματικά «ανδρείο» – να ξεπεράσουν τα στενά και ευνουχιστικά όρια της «παραδοσιακής αρρενωπότητας».