Γρηγόρης Γεωργάτος, ο άνθρωπος που ήταν η ακούραστη μηχανή του Θρύλου, από τα αριστερά, με το φαρμακερό αριστερό που τρύπαγε τα αντίπαλα δίχτυα...

Αποτέλεσε έναν από τους αγαπημένους παίκτες της ερυθρόλευκης εξέδρας, ποδοσφαιριστής αρκετά μπροστά για την εποχή του και κυρίως για τα ελληνικά δεδομένα, ο λόγος για τον “τρελό καραφλό” που έκανε την Ευρώπη να  παραμιλάει, τον Γρηγόρη Γεωργάτο.

Γεννημένος στην Πάτρα -με καταγωγή από την Κεφαλλονιά- το 1972 ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία από τον Αετό Πατρών και στη συνέχεια αγωνίστηκε με τη φανέλα του Εθνικού Πατρών στη Δ΄Εθνική. Έκανε το μεγάλο άλμα στην καριέρα του το 1991 όταν πήρε για τη μεταγραφή για την Παναχαϊκή. Με τη φανέλα της Παναχαϊκή πραγματοποίησε 94 συμμετοχές στο πρωτάθλημα της Α΄Εθνικής (1991-92, 1992-93, 1993-94 και στο πρώτο μισό της σεζόν 1995-96) και σημείωσε 15 γκολ, ενώ πραγματοποίησε και 26 συμμετοχές στο πρωτάθλημα της Β΄Εθνικής (1994-95) και σημείωσε 7 γκολ. Τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του είχαν γίνει γνωστά στο πανελλήνιο.

Το Δεκέμβριο του 1995 πήρε μεταγραφή για τον Ολυμπιακό και έμελλε να γίνει ένας από τους αγαπημένους παίκτες της ερυθρόλευκης εξέδρας. Έκανε ντεμπούτο με τα “ερυθρόλευκα” στις 2/12/1995 στο ντέρμπι μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού ο Γεωργάτος πέρασε λίγα λεπτά πριν το τέλος στη θέση του Πέτρου Πασσαλή. Το ντεμπούτο του δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό, καθώς στο παιχνίδι αυτό ο Ολυμπιακός ηττήθηκε με 1-2 (χάρη σε γκολ του Καπουράνη στο 89΄). Η επόμενη συμμετοχή του στις 7/1/1996 εκτός έδρας κόντρα στον Εδεσσαϊκό συνδυάστηκε και με το πρώτο του γκολ. Συγκεκριμένα στο 70΄ πέτυχε το 4ο γκολ του Ολυμπιακού στο παιχνίδι εκείνο, εν τέλει στο παιχνίδι αυτό οι “ερυθρόλευκοι” επικράτησαν με 2-5.  Το πρώτο του εξάμηνο στον Πειραιά κρίθηκε ικανοποιητικό, κατέγραψε 17 συμμετοχές και πέτυχε 2 γκολ.

Η σεζόν 1996-97 είναι η χρονιά της αναγέννησης του Ολυμπιακού, η χρονιά που μπήκε ένα τέλος στα “πέτρινα χρόνια” και το πρωτάθλημα επανήλθε στον Πειραιά μετά από 10 χρόνια. Τη σεζόν αυτή ο “Γκέο” καθιερώθηκε στη βασική ενδεκάδα του Ολυμπιακού και σημείωσε 33/34 συμμετοχές στο πρωτάθλημα και πέτυχε 6 γκολ, ένα από αυτά μάλιστα κόντρα στον Παναθηναϊκό με αριστοτεχνική εκτέλεση φάουλ. Την επόμενη χρονιά αγωνίστηκε για πρώτη φορά στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, το Champions League αγωνίστηκε και στα 8 ματς (2 προκριματικά και 6 στη φάση των ομίλων) ματς του Ολυμπιακού και πέτυχε 2 γκολ (κόντρα σε Μόζιρ για τα προκριματικά και στην εκτός έδρας ήττα από την Πόρτο με 1-2). Παράλληλα κατέκτησε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, καταγράφοντας 30 συμμετοχές και πετυχαίνοντας 2 γκολ.

Η επόμενη σεζόν ήταν και η καλύτερη του με τα “ερυθρόλευκα” και ίσως συνολικά όλης της καριέρας του. Τη σεζόν αυτή κατέκτησε για τρίτη συνεχόμενη φορά το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό, πήρε επίσης και το κύπελλο, ενώ έφτασε και στους “8” του champions league… όταν ο αέρας στέρησε μια μεγάλη ευρωπαϊκή πρόκριση για τον Ολυμπιακό. Κατέγραψε συνολικά 26 συμμετοχές στο πρωτάθλημα πετυχαίνοντας 12 γκολ, αγωνίστηκε 6 φορές στο κύπελλο πετυχαίνοντας 2 γκολ και κατέγραψε επίσης συνολικά 9 ευρωπαϊκές συμμετοχές (προκριματικά, φάση των ομίλων, προημιτελικά) πετυχαίνοντας 1 γκολ και βγάζοντας τη σέντρα στο μυθικό γκολ του Γκόγκιτς κόντρα στη Γιουβέντους στο ΟΑΚΑ.

Το επισφράγισμα αυτής της εξαιρετικής πορείας ήταν η μεταγραφή του στην Ίντερ το καλοκαίρι του 1999. Οι “Νερατζούρι” έδωσαν στον Ολυμπιακό για τη μεταγραφή του Γεωργάτου το μυθικό για την εποχή ποσό των 2,5 δις δραχμών (σε αντιστοιχία ευρώ άνω των 7 εκ. ευρώ). Με τη φανέλα της Ίντερ την πρώτη σεζόν αγωνίστηκε βασικός στο αριστερό άκρο της άμυνας και πραγματοποίησε συνολικά 34 συμμετοχές και σημείωσε 3 γκολ.

Την επόμενη χρονιά (2000-2001) επέστρεψε ως δανεικός στον Ολυμπιακό. κατέκτησε το πρωτάθλημα, έχασε το κύπελλο στον τελικό κόντρα στον ΠΑΟΚ, αλλά χάρισε μια ανεπανάληπτη στιγμή στους φίλους του Ολυμπιακού με τον πανηγυρισμό του στο γκολ που πέτυχε με εύστοχη εκτέλεση πέναλντι στη ρεβάνς του προημιτελικού κυπέλλου κόντρα στον Παναθηναϊκό (ο Ολυμπιακός επικράτησε με 1-4), όταν μαζί με κάποιους συμπαίκτες του έδειξαν τις φανέλες τους στους φίλους του Παναθηναϊκού, θέλοντας έτσι να πικάρουν το Νίκο Λυμπερόπουλο για τον πανηγυρισμό του στο γκολ που πέτυχε στον πρώτο προημιτελικό. Συνολικά στη δεύτερη αυτή παρουσία του με τη φανέλα του Ολυμπιακού αγωνίστηκε 35 φορές (20 στο πρωτάθλημα, 9 στο κύπελλο, 4 στο Champions League και 2 Uefa Cup) και πέτυχε 7 γκολ (5 στο πρωτάθλημα και 2 στο κύπελλο).

Με το πέρας της σεζόν επέστρεψε στην Ίντερ, αυτή τη φορά δεν κατάφερε να καθιερωθεί στο αρχικό σχήμα της ομάδας. Αγωνίστηκε συνολικά μόλις 12 φορές, πέτυχε 1 γκολ και στο τέλος της σεζόν επέστρεψε στην Ελλάδα αυτή τη φορά για λογαριασμό της ΑΕΚ. Με τα “κιτρινόμαυρα” αγωνίστηκε 1.5 χρόνο έως τον Ιανουάριο του 2004, κατέγραψε συνολικά 47 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις (πρωτάθλημα, κύπελλο, Champions League, Uefa Cup) και σημείωσε 8 τέρματα. Η παρουσία του στην ΑΕΚ εκτιμήθηκε από τον κόσμο της ομάδας, κάτι που αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για έναν παίκτη που ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν έγινε “δικός τους”.

Επέστρεψε στον Ολυμπιακό τον Ιανουάριο του 2004 για τρίτη και τελευταία φορά στην καριέρα του, και παρέμεινε για τριάμισι χρόνια βάζοντας τέλος στη πλούσια καριέρα του το καλοκαίρι του 2007. Στο διάστημα αυτό απέκτησε 3 πρωταθλήματα (2004-05, 2005-06 και 2006-07) φτάνοντας τα 7 συνολικά στην καριέρα του και δύο κύπελλα (2004-05 και 2005-06).Τον πρώτο 1.5 χρόνο είχε θέση στο αρχικό σχήμα του Ολυμπιακού και συγκεκριμένα αγωνίστηκε σε 18 αγώνες στο β΄μισό της σεζόν 2003-04, ενώ πραγματοποίησε 40 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις τη σεζόν 2004-05 και παράλληλα σημείωσε  3 και 4 γκολ αντίστοιχα.

Στη συνέχεια ο χρόνος συμμετοχής του εμφανώς μειωνόταν. Τη σεζόν 2005-06 αγωνίστηκε 28 φορές και πέτυχε 1 γκολ, ενώ την επόμενη σεζόν (2006-07) η απόδοση του είχε “πέσει” αισθητά και κάπου εκεί ήρθε το “πλήρωμα του χρόνου”. Τη σεζόν αυτή αγωνίστηκε μόλις 12 φορές σε όλες τις διοργανώσεις (οι 11 από αυτές έως τον Ιανουάριο) χωρίς να σκοράρει, η πρώτη και μοναδική φορά στην καριέρα του που τελείωσε τη χρονιά χωρίς να σκοράρει, και έβαλε τέλος στην πλούσια καριέρα του. Μια καριέρα που τα έκανε όλα κατέκτησε πρωταθλήματα, κύπελλα, πήρε μεταγραφή για το εξωτερικό και αγαπήθηκε όσο λίγοι από τον κόσμο της λαοφιλέστερης ελληνικής ομάδας, την οποία υπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο για συνολικά 8 χρόνια.

 

Βέβαια, ο Γεωργάτος αγωνίστηκε και με το “εθνόσημο στο στήθος”. Την πρώτη του επίσημη συμμετοχή κατέγραψε όντας ακόμη παίκτης της Παναχαϊκής και συγκεκριμένα στις 6 Σεπτεμβρίου 1995 στην εκτός έδρας αναμέτρηση της Εθνικής Ελλάδος στο Σαν Μαρίνο σε έναν αγώνα που το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα επικράτησε με σκορ 0-4. Συνολικά αγωνίστηκε με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος 35 φορές και σημείωσε 3 γκολ.

Με το πέρας της αγωνιστικής του καριέρας του ασχολήθηκε για μικρό διάστημα με τα διοικητικά της Παναχαϊκής. Το 2013 ανέλαβε γενικός αρχηγός των τμημάτων υποδομής του Ολυμπιακού, ενώ το 2015 ανέλαβε καθήκοντα αθλητικού διευθυντή του Ολυμπιακού, θέση από την όποια αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Ενώ από το 2019 έχει εκ νέου διοικητικό ρόλο στην Παναχαϊκή.

Το 2015 στα πλαίσια ψηφοφορίας που διοργάνωνε η ΠΑΕ Ολυμπιακός για τα 90 έτη από την ίδρυση του συλλόγου, ο Γρηγόρης Γεωργάτος ανακηρύχθηκε από τον κόσμο του Ολυμπιακού ως ένας από τους έντεκα κορυφαίους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού όλων των εποχών.

Αποτέλεσε έναν από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του Ολυμπιακού, είχε τρομερές ικανότητες με τη μπάλα στα πόδια,διέθετε ένα μαγικό αριστερό πόδι, αγωνιζόταν πάντα με περίσσιο πάθος και το κυριότερο είναι πως αγάπησε και αγαπήθηκε όσο λίγοι από τον κόσμο του Ολυμπιακού.

Δείτε Βίντεο: