Ο Ολυμπιακός λύγισε με 3-4 από τη Ρεάλ, αλλά κέρδισε κάτι πιο βαθύ, τον λόγο που οι φίλοι του θα θυμούνται αυτή τη βραδιά για χρόνια. Γράφει ο Μιχάλης Μαχαίρας.

Βρέθηκα από νωρίς στο «Γ. Καραϊσκάκης», το βροχερό βράδυ της Τετάρτης (26/11). Όλος ο κόσμος ζούσε με την αγωνία της αναμέτρησης Ολυμπιακός – Ρεάλ Μαδρίτης, οι δρόμοι ήταν χαοτικοί, ενώ έξωθεν του Φαληρικού γηπέδου γινόταν το… αδιαχώρητο. Για το… όνειρο το τρελό. Από τα δημοσιογραφικά έχεις πάντα την ψευδαίσθηση ότι βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά, πιο «επαγγελματικά», χωρίς να σε παρασύρει ο παλμός του κόσμου. Ψευδαίσθηση, όμως. Γιατί σε τέτοιες βραδιές, με τέτοια ονόματα στο χορτάρι και τέτοια ένταση, κανείς δεν είναι πραγματικά ουδέτερος.

Ο Ολυμπιακός μπήκε στο παιχνίδι με την ορμή που τον χαρακτηρίζει, με το γνωστό «Mediball». Πρέσινγκ ψηλά, ρίσκο, θάρρος. Και όταν ο Τσικίνιο έστειλε την μπάλα στη γωνία του Λούνιν και το γήπεδο σηκώθηκε όρθιο, ένιωθα κι εγώ, όπως όλοι, πως κάτι δυνατό χτιζόταν εκείνη τη στιγμή. Ότι αυτό το βράδυ, καλώς ή κακώς, δεν θα ήταν συνηθισμένο.

Ύστερα όμως, εμφανίστηκε η άλλη πλευρά του ποδοσφαίρου, η αδυσώπητη ποιότητα. Το απαλό, σχεδόν υπνωτικό άγγιγμα του Βινίσιους στην πρώτη κάθετη. Το πληγωμένο, αλλά πάντοτε ζωντανό ένστικτο του Εμπαπέ. Η άμυνα του Ολυμπιακού που αναζητούσε μέτρα και ανάσες, αλλά δεν έβρισκε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Σε οκτώ λεπτά, η Ρεάλ υπενθύμισε γιατί παραμένει το μεγαλύτερο θηρίο της Ευρώπης. Κι όμως, παρ’ όλη τη σκληρή πραγματικότητα του 1-3, υπήρχε κάτι που έμελλε να γίνει πιο εντυπωσιακό από το ίδιο το σκορ.

Ολυμπιακός: Το «γιατί», όταν η ήττα σου εξηγεί κάτι μεγαλύτερο

Η πιο καθαρή σκέψη που έκανα όταν οι ομάδες πήγαν στα αποδυτήρια ήταν μία. Πως ο Ολυμπιακός, παρά το 1-3, δεν έχει χάσει τη δική του πυξίδα. Δεν πάτησε φρένο, δεν δίστασε, δεν έκρυψε την πραγματική του ταυτότητα μέσα στον φόβο του ονόματος της Ρεάλ. Κάποιοι θεωρούν πως θα έπρεπε να είχε… κλειστεί πίσω. Όμως, δε θα ήταν αυτό το DNA της ομάδας μας.

Αυτό, αν θέλουμε να μιλήσουμε για «τοκισμό» όπως συνηθίζουμε στη δημοσιογραφική αργκό, είναι το μεγαλύτερο κέρδος. Η συνέπεια στον τρόπο παιχνιδιού. Το γιατί. Το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός δεν επέλεξε την ασφαλή λύση απέναντι στο φαβορί. Αλλά αντιθέτως εκείνη που ταιριάζει στο δικό του DNA.

Και αυτό το «γιατί» το είδα ακόμη πιο καθαρά όταν μπήκε ο Έσε. Ξαναχτίστηκε ρυθμός, κέρδισαν οι «ερυθρόλευκοι» μονομαχίες, φάνηκε μια ομάδα που αρνήθηκε να αποδεχθεί το πεπρωμένο που γράφουν συνήθως τα στατιστικά τέτοιων αγώνων. Το 2-3 από τον Ταρέμι έφερε το γήπεδο ξανά στο ίδιο σημείο που ήταν στο 1-0. Στην αφετηρία ενός ονείρου που δεν έχει τελειώσει.

Αλλά στα μεγάλα βράδια, πάντα υπάρχει κάποιος που αλλάζει τα πάντα μόνος του. Αυτός λεγόταν Εμπαπέ. Το τέταρτο δικό του γκολ ήταν η τελεία σε μια πρόταση που είχε αρχίσει να γράφει από το 22’. Που μέσα σε 7 λεπτά, έλυσε την όποια δυσκολία του έβαλε ο Ολυμπιακός!

Το μούδιασμα, η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι «εκείνοι» είναι αλλού

Υπάρχει μια περίεργη σιωπή όταν ένα γήπεδο παλεύει να ξαναπιάσει ρυθμό μετά από τέτοια πλήγματα. Στο 60’ ακριβώς αυτή τη σιωπή ένιωσα. Ένα μικρό μούδιασμα. Η Λίβερπουλ, η Σίτι, η Μπαρτσελόνα, όλες έχουν πληγωθεί έτσι από τη Ρεάλ. Είναι μια εμπειρία που σε προσγειώνει.

Κι όμως, αυτή η αίσθηση δεν κράτησε πολύ. Γιατί ο Θρύλος δεν μπήκε σε κατάσταση επιβίωσης. Ξαναπίεσε, ξαναέφτιαξε φάσεις, ξαναέβγαλε ενέργεια. Το γκολ του Ελ Κααμπί στο 81’ ήταν περισσότερο από μείωση. Ήταν υπενθύμιση πως η μάχη δεν τελείωσε ποτέ πραγματικά.

Τις ευκαιρίες στο 84’ και στο 86’ τις έζησα κι εγώ όπως όλο το γήπεδο ή αυτές στις καθυστερήσεις. Με την αίσθηση ότι ίσως, ναι, να γράφονταν εκείνη τη στιγμή οι πιο απρόβλεπτες γραμμές της ιστορίας. Δεν γράφτηκαν, αλλά αυτό δεν ακύρωσε τίποτα.

Γκαμπριέλ Στρεφέτσα: Η πιο ολοκληρωμένη του βραδιά

Ο Γκαμπριέλ Στρεφέτσα έκανε την εμφάνιση που μέχρι τώρα αναζητούσε με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Από το πρώτο λεπτό που πέρασε ως αλλαγή ήταν διαρκώς στο προσκήνιο, κινητικός, θαρραλέος στο ένας-εναντίον-ενός. Ενώ ήταν και δημιουργικός στις μετατοπίσεις του. Η ασίστ του ήταν μόνο ένα κομμάτι από τη συνολική του επίδραση στο παιχνίδι. Καθώς είχε και τελικές που θα μπορούσαν να αλλάξουν την ιστορία της αναμέτρησης.

Αν ο Ολυμπιακός έφτανε στην ισοφάριση, θα ήταν ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές. Κυνήγησε κάθε φάση με πάθος, η κορυφαία του στιγμή ως «ερυθρόλευκος». Μακάρι να αποτελέσει την απαρχή για καλές εμφανίσεις, με συνέπεια και σταθερότητα.

Η υπερηφάνεια, το συναίσθημα που δεν φοριέται, μόνο κερδίζεται

Το τελικό 3-4 θα μείνει ως ήττα. Η βαθμολογία δεν χαρίζει «κάστανα» όμως. Ο δρόμος για τα νοκ-άουτ έχει στενέψει τόσο που πρέπει να μιλάμε πλέον για θαύμα. Αλλά αν σταθείς λίγο παραπάνω στο χορτάρι που είδαμε όλοι, τότε καταλαβαίνεις πως αυτή η ομάδα δεν έχασε την αυτοεκτίμησή της ούτε για λεπτό. Αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα της δουλειάς του Μεντιλίμπαρ.

Ο Ολυμπιακός έδειξε σθεναρή αντίσταση μέχρι τέλους απέναντι σε μια Ρεάλ που ήρθε στο Καραϊσκάκη όχι για να κάνει επίδειξη δύναμης. Αλλά επειδή αναγκάστηκε να την κάνει από τις απαιτήσεις του αντιπάλου. Κι αυτό είναι σπάνιο, αποτελεί ξεκάθαρα πραγματικό τίτλο τιμής.

Αν έπρεπε να απομονώσω μια εικόνα από το βράδυ, θα ήταν το τελευταίο σφύριγμα. Ο κόσμος όρθιος, να χειροκροτεί, όχι από ευγένεια. Όχι από «σεβασμό στον αντίπαλο». Αλλά επειδή οι παίκτες του Ολυμπιακού είχαν κερδίσει κάτι ανώτερο από βαθμό. Είχαν κερδίσει την πίστη του κοινού τους. Και γούσταρε να τους βλέπει να παλεύουν και να αναγκάζουν την μεγάλη -και τρανή- Ρεάλ, του 1,4 δις να κάνει καθυστερήσεις.

Και αυτό, όσο κι αν συχνά το ξεχνάμε, είναι το πραγματικό καύσιμο μιας μεγάλης ομάδας.

Γι’ αυτό θα ζω, με ένα όνειρο τρελό – ΜΑΓΙΚΗ ατμόσφαιρα – ΧΑΖΕΨΕ η Ευρώπη!

Πριν καν αρχίσει το παιχνίδι, πριν καν οι δύο ομάδες παραταχθούν, το «Γ. Καραϊσκάκης» είχε ήδη γράψει τη δική του μικρή ιστορία. Το κορεό που σήκωσε το κοινό σε όλο το γήπεδο ήταν από αυτά που απλά ΣΕ ΜΑΓΕΥΟΥΝ. Ήταν από αυτά που σε σταματούν για λίγα δευτερόλεπτα και σε υποχρεώνουν να πάρεις ανάσα.

Από τα δημοσιογραφικά έβλεπα το μοτίβο και φούσκωνα από υπερηφάνεια. Φαινόταν περίτρανα η σχέση της ομάδας με την ιστορία της. Δεν υπήρχε τίποτα φολκλορικό σε αυτό. Ήταν συγκινητική υπενθύμιση ότι το γήπεδο αυτό αποτελεί τόπο μνήμης, τόπο ταυτότητας. Και αναμφίβολα τόπο συνέχειας της λαμπρής ιστορίας.

Η Ρεάλ έχει συνηθίσει να παίζει σε μεγάλες σκηνές. Αλλά εκείνα τα λεπτά, πριν την πρώτη σέντρα, η σκηνή ανήκε αποκλειστικά στον Ολυμπιακό. Και αυτό το συναίσθημα, σπάνια το προσφέρει ένα αποτέλεσμα, το προσφέρουν οι άνθρωποι.