Ο Φώτης Ρουμελιώτης γράφει στο THRYLOS24 για την εξυγίανση και το πόσο προκλητικά τους πάει για το τίτλο.

Δεν είναι η πρώτη φορά. Και σίγουρα δεν είναι η τελευταία. Απλώς, αυτή τη φορά, δεν υπήρξε ούτε πρόσχημα, ούτε προσπάθεια να ντυθεί αλλιώς αυτό που είδαμε. Στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο παιχνίδι ΑΕΚ-ΟΦΗ, η «εξυγίανση» εμφανίστηκε ξανά με τον πιο ωμό της εαυτό: με σπρώξιμο, με ανοχή, με VAR που είδε όσα… δεν έπρεπε και δεν είδε όσα όφειλε. Και κάπως έτσι, λίγο πριν τη διακοπή, η κορυφή διαμορφώθηκε όχι με όρους ποδοσφαίρου, αλλά με όρους συστήματος. Η ΑΕΚ νίκησε με 2-1. Το σκορ γράφτηκε, η βαθμολογία ενημερώθηκε, το αφήγημα συνεχίστηκε. Όμως όποιος παρακολούθησε το παιχνίδι χωρίς παρωπίδες, κατάλαβε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς προϊόν αγωνιστικής ανωτερότητας.

Ήταν προϊόν μιας σειράς φάσεων, αποφάσεων και ανοχών που έγειραν ξεκάθαρα το γήπεδο. Δύο φάσεις, ένα μοτίβο Το σημείο καμπής δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Στο γκολ της ισοφάρισης, ο Λιούμπισιτς πέφτει άτσαλα πάνω στον αμυντικό του ΟΦΗ, τον «γκρεμίζει» στη διεκδίκηση και σκοράρει. Φάση που σε οποιοδήποτε άλλο γήπεδο, σε οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι, θα συζητιόταν τουλάχιστον. Εδώ, ούτε καν. Ο διαιτητής Φωτιάς δείχνει σέντρα, το VAR του Ευαγγέλου σωπαίνει. Λίγα λεπτά αργότερα, στο δεύτερο γκολ, το έργο επαναλαμβάνεται. Ο Γιόβιτς σπρώχνει καθαρά τον αντίπαλό του μετά από εκτέλεση κόρνερ, τον βγάζει εκτός φάσης και σκοράρει. Δύο φάσεις, ίδιο μοτίβο. Σώμα με σώμα που δεν είναι διεκδίκηση, αλλά ξεκάθαρο σπρώξιμο. Και πάλι, καμία παρέμβαση. Ούτε στο χορτάρι, ούτε στην οθόνη. VAR κατά περίπτωση Εδώ βρίσκεται και η ουσία της συζήτησης. Όχι στο αν η ΑΕΚ «άξιζε» ή «δεν άξιζε» τη νίκη. Αλλά στο πώς εφαρμόζονται οι κανονισμοί. Γιατί στο ίδιο παιχνίδι, το VAR παρενέβη σωστά σε τρεις άλλες περιπτώσεις ακυρώνοντας γκολ. Άρα το εργαλείο λειτουργούσε.

Η τεχνολογία ήταν εκεί. Οι εικόνες υπήρχαν. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν μπορούσαν να δουν. Είναι αν ήθελαν. Και όταν σε δύο φάσεις που κρίνουν αποτέλεσμα και βαθμολογία, το VAR επιλέγει να μην παρέμβει, τότε δεν μιλάμε για ανθρώπινο λάθος. Μιλάμε για επιλογή. Για γραμμή. Για κατεύθυνση. Ο ΟΦΗ μπήκε στο παιχνίδι ιδανικά. Πάγωσε την OPAP Arena μόλις στο δεύτερο λεπτό με το γκολ του Σαλσέδο, έπειτα από εξαιρετική ενέργεια του Νους. Στο πρώτο ημίχρονο είχε ένταση, πειθαρχία, δοκάρι, φάσεις. Δεν ήταν ομάδα που ήρθε να παραδοθεί. Στο δεύτερο μέρος, η κούραση φάνηκε. Οι χώροι άνοιξαν. Όμως άλλο πράγμα η αγωνιστική κάμψη και άλλο να σε «τελειώνουν» δύο φάσεις που κανονικά θα έπρεπε να έχουν ελεγχθεί αυστηρά. Όταν το παιχνίδι γέρνει όχι από την ποιότητα, αλλά από τις σφυρίχτρες, τότε η κουβέντα αλλάζει επίπεδο. Η «εξυγίανση» χωρίς ντροπή Και κάπου εδώ επιστρέφουμε στον τίτλο. Γιατί αυτό που βλέπουμε δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι συνέχεια. Είναι επανάληψη. Είναι η ίδια ιστορία με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Διαιτητές που κλείνουν τα μάτια. VAR που παρεμβαίνει επιλεκτικά. Αφηγηματική ασπίδα που βαφτίζει το προφανές ως «γκρίνια». Η διαφορά πια είναι ότι δεν προσπαθούν καν να το κρύψουν. Το σπρώξιμο έγινε κανονικότητα. Η ανοχή βαφτίστηκε «φυσικό παιχνίδι». Και όποιος μιλήσει, απλώς «χαλάει το κλίμα».

Όλα καλά κύριε Λανουά;

Το πρωτάθλημα μπαίνει σε διακοπή, αλλά τα ερωτήματα μένουν. Και δεν απευθύνονται πια ούτε στους διαιτητές του αγώνα, ούτε στο VAR που «δεν είδε».

Απευθύνονται ψηλότερα. Στον άνθρωπο που υποτίθεται πως έχει την ευθύνη της εικόνας, της αξιοπιστίας και της κρίσης. Στον κύριο Λανουά. Ο κύριος Λανουά ακούει; Βλέπει; Ή απλώς καταγράφει χωρίς να παρεμβαίνει; Γιατί όταν δύο καθοριστικά γκολ προέρχονται από καθαρά επιθετικά φάουλ και το VAR επιλέγει τη σιωπή, τότε δεν μιλάμε για ανθρώπινα λάθη. Μιλάμε για ανοχή. Και η ανοχή, όταν επαναλαμβάνεται, γίνεται πολιτική. Η «εξυγίανση» είναι εδώ και μοιάζει όλο και περισσότερο με εργαλείο κατεύθυνσης. Με σπρώξιμο εκεί που χρειάζεται, με κλειστά μάτια εκεί που βολεύει και με σιωπή από εκείνους που θα έπρεπε να μιλούν. Αν ο κύριος Λανουά βλέπει και συμφωνεί, τότε έχει συνυπογράψει αυτή την πραγματικότητα. Αν βλέπει και διαφωνεί, τότε οφείλει να μιλήσει. Αν δεν βλέπει, τότε το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Γιατί το ποδόσφαιρο μπορεί να αντέξει την ένταση, την κριτική και την αντιπαλότητα. Δεν αντέχει, όμως, να σπρώχνεται. Και όσο η «εξυγίανση» συνεχίζει να πηγαίνει έτσι, τόσο λιγότερους πείθει και τόσο περισσότερους εκθέτει.